υπογεωργός

υπογεωργός
ὁ, Α
(στην αρχ. Αίγυπτο) ενοικιαστής κτήματος βασιλικού γεωργού, μεγαλοκτηματία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + γεωργός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”